- ουδαμινός
- οὐδαμινός, -ή, -όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, -η, -ον (Α)ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. -ινός (πρβλ. μηδαμ-ινός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐδάμινος — worthless masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδαμινώτερον — οὐδάμινος worthless adverbial comp οὐδάμινος worthless masc acc comp sg οὐδάμινος worthless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδαμινώτερα — οὐδάμινος worthless neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
ουδαμινότης — οὐδαμινότης, ητος, ἡ (Α) [ουδαμινός] μηδαμινότητα … Dictionary of Greek
οὐδαμινωτέραν — οὐδαμινωτέρᾱν , οὐδάμινος worthless fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)